σταλαχμός

σταλαχμός
ο, Ν
βλ. σταλαγμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σταλαγμός — ο, ΝΜΑ, και σταλαχμός και σταλαμός Ν [σταλάσσω] το να σταλάζει νερό ή άλλο υγρό, το να πέφτει σταγόνα σταγόνα (α. «θερμούς δακρύων σταλαγμούς να με ραντίζεις», Γρυπ. θ. «ὁ σταλαγμὸς κατατρίθει τοὺς λίθους», Αριστοτ. γ. «κίονες πεπήγασιν ἀπό τινων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”